διαστολάς

διαστολάς
διαστολά̱ς , διαστολή
drawing asunder
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διάστολας — ο 1. αυλάκι που χωρίζει αγρούς 2. η απόσταση ανάμεσα σε κλήματα φυτεμένα στη σειρά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”